- θλω
- (Α θλῶ, -άω)1. συντρίβω, σπάζω, τσακίζωνεοελλ.φρ. «τεθλασμένη γραμμή» — η γραμμή που σύγκειται από πολλές ευθείες οι οποίες συνδέονται γωνιωδώς και επομένως αποτελείται από ευθεία που θραύεται κατ' επανάληψηαρχ.1. (για φωνή) σχίζω τ' αφτιά, ενοχλώ, ερεθίζω δυσάρεστα2. (παπ.) τσακίζω από το φόρτωμα, υπερφορτώνω3. μτφ. καταπιέζω («καὶ ἔθλιψαν καὶ ἔθλασαν τοὺς υἱούς», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Θεωρήθηκε συγγενές προς τσεχ. dlasmati «πιέζω» και αρχ. ινδ. dhrsad- «βράχος, μυλόπετρα» και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *dhlas- «συνθλίβω, πιέζω».ΠΑΡ. θλάση(-ις) θλάσμααρχ.θλαδίας, θλασμός, θλάστης, θλαστός.ΣΥΝΘ. διαθλώαρχ.αναθλώ, αμφιθλώ, ενθλώ, επιθλώ, επικαταθλώ, καταθλώ, περιθλώ, προθλώ, προσθλώ, συγκαταθλώ, συναποθλώ, συνθλώ, υποθλώ].
Dictionary of Greek. 2013.